Ιστολόγιο του Ιερού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Χαροκοπίου Ιωαννίνων

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

"Η Ζωοδόχος Πηγή"


 

(Απόσπασμα από την ομώνυμη παράγραφο,
της Πτυχιακής Εργασίας "Οι Θεομητορικές εορτές",
του αποφοίτου της Α.Ε.Α. Βελλάς Ιωαννίνων
Δημητρίου Β. Χήτου).


       Η εορτή της Ζωοδόχου Πηγής είναι Θεομητορική εορτή. Αν και αφορά το πρόσωπο της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας δεν αντλεί το εορτολογικό της περιεχόμενο από το βίο της.

     Η εορτή αυτή, όπως μας πληροφορεί και το συναξάριο του Πεντηκοσταρίου την Παρασκευή της Διακαινησίμου Εβδομάδος, τελείται ως ανάμνηση των εγκαινίων του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου· «Τῇ Παρασκευῆ τῆς Διακαινησίμου, ἑορτάζομεν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμών καὶ Θεομήτορος, τῆς Ζωηφόρου Πηγῆς· ἔτι δὲ καὶ μνείαν ποιούμεθα τὼν ἐν τοῦτῳ τελεσθέντων ὑπερφυῶν θαυμάτων παρὰ τῆς Θεομήτορος [1].
    Ο εν λόγω ναός της Θεοτόκου βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Κτίσθηκε αρχικά από τον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ τον Μεγάλο (457 – 474) τον επονομαζόμενο Μακέλλη, κατόπιν ενός θαυμαστού γεγονότος στο οποίο έγινε μέτοχος.

Όταν ακόμη ο Λέων ήταν ιδιώτης (προ της βασιλείας του) συνάντησε κάποτε, στον τόπο όπου τώρα βρίσκεται ο ναός, έναν τυφλό άνθρωπο ο οποίος ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια και χειραγωγία. Ο Λέων τον σπλαχνίσθηκε και τον χειραγώγησε. Όμως ο τυφλός κυριεύτηκε από υπερβάλλουσα δίψα και παρακαλούσε θερμά το Λέοντα να το φέρει νερό. Ο καλοπροαίρετος Λέων άρχισε να αναζητεί νερό στην περιοχή του δάσους, όμως εις μάτην, δεν έβρισκε τίποτα.

Ευθύς άκουσε ουράνια φωνή να τον λέει « ού χρεών σε Λέων ἀγωνιάν· τὸ γὰρ ὕδωρ ἐγγύς»[2]. Μετά απ’ αυτό και αφού πήρε θάρρος άρχισε ξανά την αναζήτηση χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τότε άκουσε ξανά την ουράνια εκείνη φωνή :»Λέων βασιλεῦ, εἰσιὼν τὸ ἐνδότερον συνηρεφὲς τοῦτο, καὶ τοῦ θολεροῦ ὕδατος μετὰ χεῖρας λαβών, θεράπευσον τῷ πηρῷ τὴν δίψαν· καὶ τὰς πεπηρωμένας ἐπιχρίσας ὄψεις ἐκείνου, γνώσῃ αὐτίκα ἥτις εἰμί, ἐκ πολλοῦ τόνδε κατοικοῦσα τὸν χῶρον»[3].

Και ο Λέων έπραξε αμέσως κατ’ εντολή της Θεοτόκου και ο τυφλός ανέβλεψε· και στη συνέχεια, όπως το πρόρρησε η Παναγία, ο Λέων έγινε βασιλείας, και με βασιλικά έξοδα ανέγειρε στον τόπο του αγιάσματος περικαλλή ναό προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Το αγίασμα αυτό επιτέλεσε πλήθος θεραπειών και στον πιστό λαό και σε βασιλείς, μεταξύ των οποίων και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός που θεραπεύτηκε από τη δυσουρία που τον ταλαιπωρούσε. Γι’ αυτό και ανήγειρε μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν της Θεοτόκου. Ο ναός αυτός μετά από σοβαρές ζημιές που υπέστη ανακαινίσθηκε από το Βασίλειο το Μακεδόνα και τον υιό του Λέοντα το σοφό, για τα πολλά θαύματα που επιτελέστηκαν σ’ αυτούς[4]

Ανάμεσα στις θαυμαστές θεραπείες του αγιάσματος εξέχουσα θέση κατέχει και η εκ νεκρών ανάσταση ενός Θεσσαλού προσκυνητή, ο οποίος εξεδήμησε φθάνοντας κοντά στο ναό[5].

Μετά από καιρό και ενώ ο ναός έμελλε να πέσει «ἡ Θεοτόκος ὀφθαλμοφανῶς ἐφάνη ὁπως τὸν ἐβάστα»[6] μέχρι το πλήθος που βρισκόταν εντός του να εξέλθει χωρίς κίνδυνο.

Τη μεγαλύτερη όμως καταστροφή ο ναός υπέστη κατά την τουρκοκρατία. Κατεδαφίστηκε και τα κατεδαφισθέντα υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους του Σουλτάνου Βαγιαζήτ· και το μόνο που απέμεινε ήταν ένα μικρό παρεκκλήσιο ανάμεσα στα ερείπια[7].

Κατά τον 19ο αιώνα ο οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Α΄ (1830 – 1834) πέτυχε την απόσπαση άδειας ανοικοδομήσεως από το σουλτάνο. Έτσι άρχισε η ανοικοδόμηση του υπάρχοντος έως σήμερα ναού, η οποία διήρκησε από την 26η Ιουλίου 1833 μέχρι την 30η Δεκεμβρίου 1834. Τα εγκαίνια του νεόδμητου ναού τελέστηκαν την 2α Φεβρουαρίου 1835 από τον οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνο Β΄ (1834 – 1835), συλειτουργούντων δώδεκα αρχιερέων.

Άγνωστη παραμένει η χρονολογία των εγκαινίων του ναού τα οποία έδωσαν την αφορμή για τον κατ’ έτος εορτασμό κατά την Παρασκευή της Διακαινησίμου. Όμως, ο καθορισμός αυτός μπορει να συνδέεται και με την ανάμνηση κάποιας θαυμαστής ίασης που πιθανόν να συνέβη κατ’ αυτήν την ημέρα.


[1]Πεντηκοστάριον, ἐκδ. Α.Δ.Ε.Ε., Ἀθήναι 2000, σ. 19.
[2] Πεντηκοστάριον, ό.π. σ. 19.
[3]Πεντηκοστάριον, ό.π., σ. 19.
[4]Βλ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορεῖτου, Συναξαριστῆς τῶν δώδεκα μηνῶν, τ. Ε’, Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2003, σ.σ. 386 – 388.
[5] «ἀνήγειρε δὲ καὶ νεκρὸν ἡ Πηγή· ἥν δὲ ἐκεῖνος ἐκ Θεσσαλίας· κατερχόμενος γὰρ πρὸς αὐτήν, τελευτᾷ καθ’ ὁδόν· θνήσκων δὲ καὶ πνέον ταὰ λοίσθια, ἐπισκήπτει τοῖς ναύταις, ἐκεῖσέ πῃ πρὸς τὸν ναὸν ταῆς Πηγὴς ἀγαγόντας καὶ κάδους τρεῖς αὐτῷ τοῦ ἐκεῖθεν πηγάζοντος ὕδατος ἐπιχέοντας, θάψαι. Γίνεται τοῦτο· καὶ ὁ νεκρός, τοῦ ὕδατος ἐπιχυθέντος, διανίσταται» (Πεντηκοστάριον, ἐκδ. Α.Δ.Ε.Ε., Ἀθήναι 2000, σ. 19).
[6]Βλ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορεῖτου, Συναξαριστῆς τῶν δώδεκα μηνῶν, τ. Ε’, Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 387.
[7]Βλ. Δημ. Ν. Μωραΐτου, Ζωοδόχου Πηγῆς, ἑορτή, Θ.Η.Ε. τ. 5ος , σ. 1242.

Δεν υπάρχουν σχόλια: