Του μακαριστού καθηγητού
Ι. Μ. Φουντούλη
Τήν 6η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν μεγάλη δεσποτική ἑόρτη τῶν «Θεοφανείων» ἤ «Ἐπιφανείων» ἤ «τά ἅγια Φῶτα». Τά προεόρτιά της ἄρχιζουν τήν ἑπομένη τῆς πρωτοχρονιᾶς, τήν 2α Ἰανουαρίου. Μέσα στήν προπαρασκευαστική αὐτή περίοδο εὑρίσκεται καί ἡ «Κυριακή πρό τῶν φώτων». Καί αὐτή ἐντάσσεται μέσα στή προεόρτιο λειτουργική ἑτοιμασία. Στά ἀναγνώσματα τῆς θείας λειτουργίας τῆς Κυριακῆς αὐτῆς ἀκοῦμε τήν «Ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ,Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» ἀπό τόν πρόλογο τοῦ Κατά Μάρκον Εὐαγγελίου, πού ἀφηγεῖται τήν ἐμφάνισι τοῦ Προδρόμου στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, τό κήρυγμά του καί τήν προφητεία του περί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν «ἐν ὕδατι», ὁ «ἰσχυρότερός» του ὅμως, πού ἔρχεται «ὀπίσω» του, θά βαπτίσῃ τόν λαό «ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Μάρκ. 1, 1-8).
Στήν τετραήμερο προεόρτιο περίοδο, ἀπό τῆς 2ας μέχρι τῆς 5ης Ἰανουαρίου στιβάζονται οἱ κανόνες, τά τριῴδια καί τά ἄλλα προεόρτια ἱερά ᾄσματα. Ἔχομε καί ἐδῶ τήν «Μεγάλη Ἑβδομάδα» τῶν Φώτων, ὅπως τήν εἴδαμε καί στά Χριστούγεννα, μέ τήν διαφορά ὅτι ὁ χρόνος τῆς προπαρασκευῆς ἐδῶ εἶναι μικρότερος, λόγῳ τῆς παρατάσεως τῶν μεθεόρτων τῶν Χριστουγέννων μέχρι τῆς 31ης Δεκεμβρίου καί τῆς ἑορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ τῆς 1ης Ἰανουαρίου. Καί πάλι ἡ ἐπίδρασις τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι ἔκδηλος, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς προσπαθείας παραλληλισμοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων πρός τό Πάσχα. Καί πάλι ἡ προπαρασκευή κορυφοῦται τήν παραμονή μέ τήν λαμπρά ἀκολουθία τῶν μεγάλων ὡρῶν καί τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.
Τά μεθέορτα ἐξ ἄλλου παρατείνονται ἐπί ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν ἑορτή, μέ τρεῖς ἡμέρες ἰδιαιτέρως ἐξαιρομένας, τήν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων μέ τήν ἑορτή τῆς Συνάξεως τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ τοῦ Χριστοῦ, 7η Ἰανουαρίου, τήν «Κυριακή μετά τά Φῶτα», καί τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τήν ἀπόδοσί της 14η Ἰανουαρίου, κατά τήν ὁποία ψάλλεται καί πάλι ὁλοκληρος ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς.
Μέσα στό ἐξαίρετο αὐτό λειτουργικό πλαίσιο διαλάμπει ἡ μεγάλη δεσποτική ἑορτή τῶν Θεοφανείων τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Ἡ ἀρχή της εἶναι ἀνάλογος πρός τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Τήν 6η Ἰανουαρίου ἑώρταζαν κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τό χειμερινό ἡλιοστάσιο οἱ ἐθνικοί τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Ἀραβίας. Κατά τάς ἀρχάς τοῦ Γ´ αἰῶνος πρῶτοι οἱ αἱρετικοί ὀπαδοί τοῦ Βασιλείδου ἐπεχείρησαν τήν ἀντικατάστασι τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς ἑορτῆς μέ τήν ἑορτή τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ. Ὀλίγο ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς καθώρισε τήν 6η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Ἐπιφανείων ἤ Θεοφανείων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τήν «ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ» (Τίτ. 2, 13). Ἀλλοῦ τονίζει, ὅτι διά τοῦ Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Τίτ. 2, 11). Ὀ ἴδιος πάλι ὁμιλεῖ γιά τόν Θεό, πού «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμοθ. 3, 16). Κάτω ἀπό τίς ἐκφράσεις αὐτές τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἀναγνωρίζει κανείς τούς τόσο γνωστούς στούς ἐθνικούς ὅρους «θεοφάνεια» καί «ἐπιφάνεια», πού ἐσήμαιναν τήν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἐμφάνισι τῆς θεότητος ἤ τοῦ Θεοῦ-αὐτοκράτορος σέ κάποια πόλι. Στήν ἐπιφάνεια τῶν ψευδῶν θεῶν καί τῶν αὐτοκρατόρων ἡ χριστιανική Ἐκκλησία ἀντέταξε τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί βασιλέως Χριστοῦ, τήν ἀληθινή Θεοφάνεια. Ἀκριβῶς δέ πάλι στήν λατρεία τοῦ ἡλίου, πού νικᾷ κατά τό χειμερινό ἡλιοστάσιο τό σκότος τῆς νυκτός, ἀντιπαρέθεσε τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ, πού ἀνέτειλε, κατά τόν προφήτη Ἠσαΐα, στόν ἐν σκότει καί σκιᾷ καθήμενο κόσμο· «Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, ὁδόν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ἠσ. 8, 23. 9, 1). Αὐτήν ἐξ ἄλλου τήν προφητεία ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἐφαρμόζει ἀκριβῶς στήν ἔναρξι τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξύ τοῦ λαοῦ Του (Ματθ. 4, 12-17). Αὐτήν τήν περικοπή θά ἀκούσωμε νά διαβάζεται κατά τήν θεία λειτουργία τῶν Θεοφανείων.
Ἡ ἔννοια ὅμως αὐτή τῆς θεοφανείας ἤ τῆς ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν συνδεδεμένη πρός ἕνα μόνο ἱστορικό γεγονός τοῦ βίου Του. Εἴδαμε ὅτι ὁ Βασιλείδης καί οἱ ὀπαδοί του ἑώρταζαν τήν 6η Ἰανουαρίου τό ἐν Ἰορδάνη Βάπτισμα, κατά τό ὁποῖο, σύμφωνα πρός τήν αἱρετική των διδασκαλία, ἡ θεότης ἐνεσαρκώθη στόν Χριστό. Ἀλλά καί κατά τήν ὀρθόδοξο διδασκαλία τό βάπτισμα εἶναι ἡ ἀπαρχή, ἡ πρώτη δημοσία ἐμφάνισις καί ἀνάδειξις τοῦ Ἰησοῦ ὡς Μεσσίου καί Σωτῆρος. Κατ᾿ αὐτό ἀνεγνωρίσθη ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν προφήτη Ἰωάννη τόν πρόδρομο, πού εἶδε τό Πνεῦμα τό ἅγιον «καταβαῖνον καί μένον ἐπ᾿ αὐτόν» (Ἰω. 1, 32-34) καί πού ἤκουσε τήν φωνή τοῦ Πατρός «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17. Μάρκ. 1, 11. Λουκ. 3, 22), τήν βεβαίωσι τῆς υἱότητος. Κατά τό βάπτισμα ἐφάνη ὁ Υἱός – Θεός, ἀλλά καί ἀπεκαλύφθη ὁ Θεός – Τριάς, ὅπως χαρακτηριστικά ψάλλει καί ὁ ποιητής τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁ Υἱός ἐβαπτίζετο, τοῦ Πατρός ἡ φωνή ἠκούετο καί τό ἅγιον Πνεῦμα κατήρχετο ἐν εἴδει περιστερᾶς. «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν», ὅπως πάλι ὑμνῳδεῖ ὁ ἱερός Κοσμᾶς στό τρίτο τροπάριο τῆς η´ ᾠδῆς τοῦ πρώτου κανόνος τῆς ἑορτῆς.
Ἀλλά καί μέ τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἐπεφάνη ὁ Θεός στόν κόσμο. Καί αὐτή λοιπόν συνεωρτάζετο μέ τήν βάπτισι κατά τήν ἑορτή τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Καί πάλι νέοι ὑπολογισμοί ἦλθαν νά δικαιώσουν τήν κατά τήν 6η Ἰανουαρίου γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τόν συνεορτασμό της τήν ἰδία ἡμέρα μέ τήν βάπτισι. Ὁ Χριστός, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔπρεπε νά ἔχῃ τέλεια καί πλήρη ὅλα τά ἀφορῶντα καί στόν ἐπί γῆς βίο Του. Τέλεια ἑπομένως ἔπρεπε νά εἶναι καί τά ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του καί ὄχι ἐλλιπῆ. Ὑπελόγιζαν ὅτι ἀπέθανε ἐπί τοῦ σταυροῦ 6 Ἀπριλίου. Θά ἔπρεπε, κατά τούς ἀνωτέρω συλλογισμούς αὐτή νά ἦτο καί ἡ ἡμέρα τῆς συλλήψεώς Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἑπομένως ἡ γέννησις Του μετά ἐννέα πλήρεις μῆνες θά ἔπρεπε νά συμπέσῃ πρός τήν 6η Ἰανουαρίου. Ἐβαπτίσθη «ἀρχόμενος ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» κατά τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Κεφ. 3, 23), δηλαδή πάλι κατά τήν 6η Ἰανουαρίου, ἐφ᾿ ὅσον ἡ τελειότης θά ἀπαιτοῦσε καί ἐδῶ πλήρη τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν ἀπό τῆς γεννήσεώς Του κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσίας Του δράσεως.
Συναφῆ πρός τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ γεγονότα, διά τῶν ὁποίων ἐπεφάνη ἡ Θεότης τοῦ Χριστοῦ, ἦσαν καί ἡ προσκύνησις τῶν ποιμένων καί ἡ δωροφορία τῶν μάγων. Οἱ πρῶτοι ἦσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί οἱ δεύτεροι αἱ ἀπαρχαί τῶν εἰδωλολατρῶν, πού ἀνεγνώρισαν καί προσεκύνησαν πρῶτοι τόν ἐπιφανέντα Υἱό τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἑορτασμός τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων ἦλθε νά ἐμπλουτίσῃ τό θέμα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Τά ἑορταζόμενα γεγονότα ἔγιναν ἤδη τέσσαρα.
Ἀλλά καί πέμπτο γεγονός Θεοφανείας ἔχομε στήν ἀρχή τῆς δράσεως τοῦ Κυρίου. Τό πρῶτό Του θαῦμα στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου κατά τόν γάμο μετέβαλε τό ὕδωρ σέ οἶνο. Καί σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού ἀφηγεῖται τό περιστατικό: «Ταύτην ἐποίησεν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν αὐτοῦ καί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ» Ἡ φανέρωσις λοιπόν τῆς θεϊκῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητάς Του, ἡ ἀρχή τῶν σημείων Του, τό θαῦμα τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, προσετέθη στά ἄλλα τέσσαρα ἑορταστικά θέματα.
Ἐπικρατέστερα ὅμως ἦσαν τά δύο πρῶτα ἑορταστικά θέματα, ἡ γέννησις καί ἡ βάπτισις τοῦ Χριστοῦ, πού ὁ συνεορτασμός των κατά τήν 6η Ἰανουαρίου διετηρήθη ἐπί μακρόν στήν Ἀνατολή καί μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά διατηρῆται στήν ἀρμενική Ἐκκλησία. Ὅταν κατά τόν Δ´ αἰῶνα εἰσήχθη ἀπό τήν Ρώμη καί στήν Ἀνατολή ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων τῆς 25ης Δεκεμβρίου καί βαθμηδόν ἐπεκράτησε καί σ᾿ αὐτή, τό ἑορτολογικό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων διεσπάσθη. Κατά τά Χριστούγεννα ἑωρτάζετο ἡ γέννησις καί κατά τά Θεοφάνεια τό ἐν Ἰορδάνῃ Βάπτισμα. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί τό θέμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων.
Ἡ ἀποσυμφόρησις αὐτή δέν ἔβλαψε, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἦτο πρός ὄφελος τῆς μεγάλης ἑορτῆς. Ἡ μείωσις τῆς ἐπιφανείας της ἔδωσε τήν δυνατότητα τῆς ἀναπτύξεώς της εἰς βάθος. Τό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, ἡ κατ᾿ αὐτό Θεοφάνεια, αἱ προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ἐπέκτασίς του καί αἱ συνέπειαί του στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσαν θαυμάσια καί πλούσια θέματα στούς ποιητάς τῶν εὐχῶν καί τῶν ὕμνων τῆς ἑορτῆς καί στούς ἱερούς ἐγκωμιαστάς της. Ἰδιαιτέρα λαμπρότητα τῆς δίδει ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ, πού σήμερα γιά τήν ἐξυπηρέτησι τῶν πιστῶν τελεῖται δύο φορές, τήν παραμονή καί μετά τήν λειτουργία τῆς ἑορτῆς. Εἶναι μία παραστατική ἐξεικόνισις τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου. Πρῶτος, ἀπαρχή τοῦ νέου λαοῦ καί κεφαλή, βαπτίζεται ὁ Χριστός καί ἁγιάζει τήν κτίσι τῶν ὑδάτων γιά νά δημιουργηθῇ δι᾿ αὐτῶν ὁ νέος κόσμος, ἡ καινή κτίσις, οἱ νέοι ἄνθρωποι, οἱ Χριστοφόροι καί Θεοφόροι πιστοί. Κατά τήν παννυχίδα τῶν Θεοφανείων, μετά τόν ἁγιασμό τοῦ ὕδατος καί τήν μετάληψι καί τόν ραντισμό τῶν πιστῶν, ἐβαπτίζοντο σ᾿ αὐτό οἱ κατηχούμενοι. Ἦταν ἡ ἑορτή «τῶν Φώτων». Τοῦ «φωτισμοῦ», τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ καί τῶν χριστιανῶν.
Ἡ ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι ἀπαραμίλλου κάλλους. Σ᾿ αὐτήν περιλαμβάνονται ἔργα διασήμων ἀρχαίων ὑμνογράφων ἀπό τά λαμπρότερα τῆς ὑμνογραφίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ἀνθολογοῦμε τούς εἱρμούς τοῦ πρώτου κανόνος, ποίημα τοῦ Κοσμᾶ ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, τοῦ β´ ἤχου, πού ψάλλονται καί ὡς καταβασίαι στό τέλος τῶν ᾠδῶν. Σ᾿ αὐτές συνδυάζονται κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο τά θέματα τῆς κάθε μιᾶς ᾠδῆς πρός τό θέμα τῆς ἑορτῆς: Ἡ διάβασις τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καί ἡ διά τοῦ ὕδατος σωτηρία τοῦ λαοῦ· ὁ ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό στηριγμός τῆς ταπεινῆς Ἄννης καί ἡ συντριβή τοῦ δράκοντος στό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος· ἡ προφητική φωνή τοῦ Ἀββακούμ καί ἡ φωνή τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ Βαπτιστοῦ· τό εἰρηνικό κήρυγμα τοῦ Ἠσαΐου καί τό σωτήριο γιά τόν Ἀδάμ ἔργο τοῦ εἰρηνοποιοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη· ὁ θρῆνος «ἐν θλίψει» τοῦ Ἰωνᾶ καί τό κήρυγμα τῆς μετανοίας τοῦ Προδρόμου· ἡ δρόσος τῆς καμίνου τῆς Βαβυλῶνος τό ἄυλον πῦρ πού δέχθηκαν τά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου καί ἡ ὑμνολογία τῆς Μητρός τοῦ βαπτισθέντος. Ὅλα αὐτά, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, τύπος καί ἀλήθεια, συμπλέκονται σέ μία ὑπερκοσμία συζυγία.
Ὠδή α´
«Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα
καί διά ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει
ἐν αὐτῷ καταλύψας ἀντιπάλους
ὁ κραταιός ἐν πολέμοις Κύριος
ὅτι δεδόξασται».
Ὠδή γ´
«Ἰσχύν ὁ διδούς
τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν Κύριος
καί κέρας χριστῶν αὐτοῦ ὑψῶν
Παρθένου ἀποτίκτεται,
μολεῖ δέ πρός τό βάπτισμα,
διό, πιστοί, βοήσωμεν·
Οὐκ ἔστιν ἅγιος, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν
Καί οὐκ ἔστι δίκαιος πλήν σου, Κύριε».
Ὠδή δ´
«Ἀκήκοε, Κύριε,
φωνῆς σου ὅν εἶπας·
Φωνή βοῶντος ἐν ἐρήμῳ,
ὅτε ἐβρόντησας πολλῶν ἐπί ὑδάτων
τῷ σῷ μαρτυρούμενος Υἱῷ·
ὅλος γεγονώς τοῦ παρόντος
Πνεύματος δέ ἐβόησε·
Σύ εἶ Χριστός
Θεοῦ σοφία καί δύναμις».
Ὠδή ε´
«Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγός
λῦσαι τό κατάκριμα ἥκει
Ἀδάμ τοῦ πρωτοπλάστου·
καθαρσίων δέ ὡς Θεός μή δεόμενος,
τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ·
ἐν ᾧ τήν ἔχθραν κτείνας,
ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν
εἰρήνην χαρίζεται».
Ὠδή ς´
«Ἡ φωνή τοῦ Λόγου,
ὁ λύχνος τοῦ φωτός, ὁ ἑωσφόρος,
ὁ τοῦ ἡλίου Πρόδρομος,
ἐν τῇ ἐρήμῳ
μετανοεῖτε, πᾶσι βοᾷ τοῖς λαοῖς,
καί προκαθαίρεσθε,
ἰδού γάρ πάρεστι Χριστός,
ἐκ φθορᾶς τόν κόσμον λυτρούμενος».
Ὠδή ζ´
«Νέους εὐσεβεῖς
καμίνῳ πυρός προσομιλήσαντας,
διασυρίζον πνεῦμα δρόσου
ἀβλαβεῖς διεφύλαξε
καί θείου ἀγγέλου συγκατάβασις·
ὅθεν ἐν φλογί δροσιζόμενοι,
εὐχαρίστως ἀνέμελπον·
Ὑπερύμνητε,
ὁ τῶν πατέρων Κύριος
καί Θεός, εὐλογητός εἶ».
Ὠδή η´
«Μυστήριον παράδοξον
ἡ Βαβυλῶνος ἔδειξε κάμινος
πηγάσασα δρόσον,
ὅτι ρείθροις ἔμελλεν ἄυλον πῦρ
εἰσδέχεσθαι ὁ Ἰορδάνης
καί στέγειν σαρκί
βαπτιζόμενον τόν κτίστην,
ὅν εὐλογοῦσιν λαοί
καί ὑπερυψοῦσιν
εἰς πάντας τούς αἰῶνας».
Ὠδή θ´
Μεγαλυνάριον
«Μεγάλυνον, ψυχή μου,
τήν τιμιωτέραν
τῶν ἄνω στρατευμάτων».
«Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα
εὐφημεῖν πρός ἀξίαν
ἰλιγγιᾷ δέ νοῦς καί ὑπερκόσμιος
ὑμνεῖν σε, Θεοτόκε·
ὅμως ἀγαθή ὑπάρχουσα
τήν πίστιν δέχου
καί γάρ τόν πόθον οἶδας
τόν ἔνθεον ἡμῶν·
σύ γάρ χριστιανῶν εἶ προστάτις,
σέ μεγαλύνομεν»
Θεολογικώτερα εἶναι τά στιχηρά τῶν αἴνων, ἰδιόμελα τοῦ α´ ἤχου, ποίημα Γερμανοῦ τοῦ Α´ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό αὐτά διαλέγομε τό πρῶτο καί τό τέταρτο. Τό πρῶτο ἀναφέρεται στήν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στό φῶς πού ἔλαμψε στόν κόσμο διά τῆς παρουσίας Του. Στό ἄλλο ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἀληθινοῦ φωτός συνδυάζεται πρός τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ, τόν ἁγιασμό τοῦ ὕδατος καί στήν θεολογική ἔννοια τοῦ βαπτίσματος τῶν χριστιανῶν καί κατακλείεται μέ μία δοξολογική ἀποστροφή πρός τόν Θεό γιά τά θαυμάσιά Του ἔργα.
«Φῶς ἐκ φωτός
ἔλαμψε τῷ κόσμῳ
Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν,
ὁ ἐπιφανείς Θεός·
τοῦτον, λαοί, προσκυνήσωμεν»
«Τό ἀληθινόν φῶς ἐπεφάνη
καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται.
Βαπτίζεται Χριστός μεθ᾿ ἡμῶν
ὁ πάσης ἐπέκεινα καθαρότητος.
Ἐνίησι τόν ἁγιασμόν τῷ ὕδατι
καί ψυχῶν τοῦτο καθάρσιον γίνεται.
Ἐπίγειον τό φαινόμενον
καί ὑπέρ τούς οὐρανούς τό νοούμενον·
διά λουτροῦ σωτηρία,
δι᾿ ὕδατος τό Πνεῦμα,
διά καταδύσεως
ἡ πρός Θεόν ἡμῶν ἄνοδος γίνεται.
Θαυμάσια τά ἔργα σου,
Κύριε, δόξα σοι».
Καί κατακλείομε μέ τό τόσο γνωστό θριαμβευτικό ἀπολυτίκιο τῶν Θεοφανείων τοῦ α´ ἤχου. Ἡ φανέρωσις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοφάνεια, ἔγινε κατά τό βάπτισμα τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ καί φωτίσαντος τόν κόσμον. Ὁ Υἱός ἐβαπτίζετο στόν Ἰορδάνη, ἡ φωνή τοῦ Πατρός ἐμαρτύρει ὀνομάζουσα «Υἱόν ἀγαπητόν» τόν Χριστό, τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐπεσφράγιζε τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Καί τά τρία ὀνόματα τῆς μεγάλης ἑορτῆς – «Ἐπιφάνεια» – «Θεοφάνεια» -«Φῶτα» – ὑποδηλώνονται στό ραῖο αὐτό τροπάριο.
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε,
ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις·
τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φώνη προσεμαρτύρει σοι,
ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα·
καί τό πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς
ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές.
Ὁ ἐπιφανείς, Χριστέ ὁ Θεός,
Καί τόν κόσμον φωτίσας,
δόξα σοι».
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου