Με το καϊκάκι το βράδυ βράδυ προς το ηλιοβασίλεμμα, πλέοντας τη νερατόστρωτη λίμνη, βγήκαμεν από τη Σκάλα του Κάστρου σε μιάμισην ώρα εις τ' αντίπερα βουνό της Καστρίτσας κατά το μύλο του Βεήπ Εφέντη. Ο μύλος τούτος βρίσκεται στα βάθη της λίμνης, κατά την όχθη, μέσα σε πυκνόν καλαμιώνα. Στρέφεται με τα νερά της κι απαντιέται απ' αυτά με ψηλό και κουρασανόχτιστον τοίχο. Κ' έχει αποκάτω του τη μεγάλη και παλιά καταβόθρα της λίμνης τη Βοϊνίκοβα, οπού χάνονται τα νερά που τόνε κινούν. Την άνοιξη όμως και το καλοκαίρι μονάχα δουλεύει, κι αλέθει τα γεννήματα των γύρωθε χωριών του κάμπου, γιατί το χινόπωρο και το χειμώνα από τες πολλές βροχές κι από τα χιονόνερα που λυόνουν στα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους πλημμυρίζ' η λίμνη και τον αποσκεπάζει ολότελα.
Απάνω από το μύλο διαβαίνει ξύρριζα στο βουνό το λιθοστρωμένο ντερβένι του Μετσόβου. Μονοπάτι μικρό, οπού πολλές βολές το χάναμε μπροστά μας,μας έφερεν ύστερ' από λίγον ανήφορο ανάμεσ' από βράχους κι απ'αγκαθερές φυτιές στο μοναστήρι ψηλά. Το μοναστήρι είνε τεσσεράγκωνο με ψηλούς και πλατιούς τοίχους και με σιδερένιες χοντρές πόρτες. Μέσα στο περιαύλι είνε τα κελλιά, η αποθήκες κ' η στέρνα του, και καταμεσής η εκκλησιά, μικρή σταυρωτή εκκλησιά, χτισμένη απάνου σε μεγάλα θεμέλια παλιού ελληνικού ιερού, μ' ώμορφες ζωγραφιές μέσα και με ψηλήν τούρλα,οπού πηδάει απάνω από τη στέγη κι οπόχει κακότεχνα χαραγμένα στο κουρασάνι της τα γράμματα &τ ο γ'&, επιγραφή ίσως του καιρού που χτίστηκε. Έχει και μια στενή πλακοστρωμένη αυλή γύρω.
Ήτον η 23 Τρυγητή, μέρα τ' Αϊγιαννιού, και το μοναστήρι πανηγύριζε.Γι' αυτό τα κελλιά όλα κ' η κρεββάτες του, κι η αποθήκες και τα χαμώγια κ' η αυλή κ' η εκκλησιά ακόμα μέσα ήταν πέρα πέρα πιασμέν' από πλήθη προσκυνητών, οπούχαν συμμαζωχτή εκεί μες απ’ τα Γιάννινα κι απ'τα χωριά ολόγυρα. Φτάσαμ' εκεί νύχτα εμείς. Ο καλόγερος αναγκάστηκε να μας φιλοξενήση· στο δικό του κελλί και να μας παραδώκη για την επίλοιπη περιποίηση στα χέρια τ' αναγνώστη του μοναστηριού, ενού προθυμότατου και ξυπνού χωριατόπουλου, γιατ' αυτός έτρεχεν όξω εδώ κ'εκεί να καταλαρώση το πολύπληθο κι ανήσυχο πνεματικό του κοπάδι. Ο καλόγερος οπού δε δείχνονταν και τόσο ζωηρός, δεν αγαπούσε πολύ,φαίνεται, και την καψοπαστράδα. Γιατί το κελλί του μέσα ώμοιαζε στάνη,καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας,έβγαζε μιαν αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού. Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μιαν αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απάνωθέ τους. Ολόγυρα κρέμονταν από σιδερένια καρφιά κι από πουρναρένια παλούκια μπηγμένα μέσα στους τοίχους σχισμένα και καταλερωμένα ράσα, δυο μεγάλες λαγύνες απ' ασπρόχωμα, μια φοβερή πλόσκα χαλκωματένια γιομάτη από λάδι και τότε γλήγωρα καλαλισμένη, δώδεκα αραδιαστές σκορδαρμάθες περασμένες απάνω σε καπνισμένη δοκάρα κ' ένα ζευγάρι δεκανίκια από κρανιά. Κι απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη,σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια.
Διαβάστε περισσότερα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου