Γράφει ο Δημήτριος Β. Χήτος
Η εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου είναι άγνωστη κατά την εκκλησιαστική της ονομασία στη λειτουργική ζωή του Ηπειρώτη, και ειδικότερα των κατοίκων των Ιωαννίνων και των Τζουμέρκων και Κατσανοχωρίων. Ακόμη και στην εποχή μας η Θεομητορική εορτή του Γενεθλίου αποκαλείται από τους περισσότερους "Οχτώμερο" ή "της Τσούκας". Είναι εύκολα αντιληπτή η ξεχωριστή αυτή ονομασία της εορτής της Θεοτόκου αν κανείς σκεφτεί ότι η εορτή άγεται στις 8 Σεπτεμβρίου, εξ ου και "Οχτώμερο".
Και πάλι η χιλιετής παρουσία ενός μεγάλου προσκυνήματος της Παναγίας, ανυψωμένου στην κορυφή (= τσούκα) ενός από τους ορεινούς όγκους του νομού Ιωαννίνων, που ως βιγλάτορας στέκει εκεί ατενίζει, σκέπει και προστατεύει τον τόπο μας τόσους αιώνες, δημιούργησε στους Ηπειρώτες την αίσθηση της μητρικής οικειότητας, του "ίσκιου", της απαντοχής και καταφυγής, του μεγάλου προσκυνήματος της θαυματουργού Ιεράς Εικόνος της Παναγίας, και δικαιολογημένα υιοθετήθηκε το όνομά της για τον προσδιορισμό της εορτής του Γενεθλίου ω της Θεοτόκου ως "της Τσούκας".
Σε όποιο σημείο κι αν σταθεί κανείς έχει τη θέα της. Και περισσότερο οι κάτοικοι του Πετροβουνίου, του Κέδρου, των Χουλιαράδων, των Κοντινών, της Δαφνούλας, της Κράψης, του Χαροκοπίου και πολλών άλλων είχαν την ιδιαίτερη ευλογία πάντοτε να αντικρίζουν από τα παράθυρα ή από τις αυλές των σπιτιών τους την Τσούκα και να λένε κάθε πρωί κάνοντας το σταυρό τους "Καλμέρα σ' Τσιούκα μ΄".
Η ύπαρξη αυτού του σπουδαίου πανηπειρωτικού προσκυνήματος είναι στενά συνδεδεμένη με την πνευματική ζωή όλων μας όσων προλάβαμε τη δόξα της, πριν ακόμη ο μοντέρνος και ευρωπαϊκός τρόπος ζωής μας ξιπάσει! Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο κάθε οικογένεια θα πήγαινε στην Τσούκα για προσκύνημα, προσκύνημα με όλη τη σημασία της λέξης. Πάντοτε προηγούνταν μια βδομάδα νηστεία από την ημέρα που θα κοινωνούσαμε. Την παραμονή της Θείας Κοινωνίας ανεβαίναμε στο Μοναστήρι. Κερί, θυμίαμα, ανάμα, λειτουργιά (ζυμωτή), τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων και λάδι ήταν οι απαραίτητες προσφορές του προσκυνήματος. Έπρεπε να βρίσκεσαι στην Τσιούκα πριν τη δύση του ηλίου. Είχε κάθε οικογένεια το "κουμάντο" της για τη διανυκτέρευση στο εσωτερικό του ναού, "στρωματσάδα" κάτω απ΄ την εικόνα της Παναγίας. Οποιαδήποτε ημέρα του χρόνου κι αν πήγαινες θα συναντούσες προσκυνητές από τα γύρω χωριά αλλά κι από άλλα μέρη την Ηπείρου και γενικά της Δυτικής Ελλάδας, γι΄ αυτό όποιος έβρισκε χώρο να κοιμηθεί μέσα στην εκκλησιά απολάμβανε μεγάλης ικανοποίησης.
Η ακολουθία που εσπερινού δημιουργούσε σε όλους κατάνυξη. Η θέα της Παναγίας, το μισοσκόταδο του ναού, ο χαριτωμένος παπάς και το χθαμαλό φως του απογεύματος σε έκαναν να νοιώσεις τί σημαίνει το "άνω σχώμεν τας καρδίας". Ανεπανάληπτες, δυστυχώς, στιγμές που χαράκτηκαν βαθειά στο νου και την καρδιά μας.
Μετά τον εσπερινό ανέβαιναν όλοι στο χαγιάτι να φάνε κάτι και να συζητήσουν για λίγη ώρα μέχρι να σβήσει η μεγάλη κρεμαστή λάμπα "loux". Οι μικρότεροι παιζαμε με την κηροδεσιά που ήταν ζωσμένη η εκκλησιά, φέρνοντας αμέτρητους γύρους μέχρι να θαμπώσει.
Μετά τη δύση του ηλίου έκλεινε η μεγάλη, σιδερένια, δίφυλλη πόρτα της εισόδου του Μοναστηριού. Εκείνη την ώρα ετοιμαζόταν και τα στρωσίδια μέσα στο ναό για τον ύπνο. Η διανυκτέρευση στην Παναγία είναι το πιο ζωντανό παιδικό βίωμα όλων όσων έχουν ζήσει αυτή την εμπειρία. Όλοι ξάπλωναν με το κεφάλι στην εικόνα της Παναγίας και τα πόδια προς τη δύση. Καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας η μόνη πηγή φωτός ήταν οι χαμηλόφεγγες φλόγες των καντηλιών.
Σιμά το πρωί, αχάραγα, κάπου στις 4 το πρωί η φωνή του οικονόμου μας ξύπναγε. Έπρεπε να σηκωθούμε, να μαζέψουμε το καταντιό μας για να ετοιμαστεί ο ναός για τη Λειτουργία, αλλά κι εμείς για τη Θεία Κοινωνία. Αφού τακτοποιούσαμε τα στρωσίδια βγαίναμε στην αυλή για να νιφτούμε με το παγωμένο νερό της στέρνας που έβγαινε από δύο μπρούτζινες βρύσες. Με τόσο κρύο νερό ήθελες δεν ήθελες ξυπνούσες. Αμέσως άρχιζε η ακολουθία, μεσονυκτικό, όρθρος και Θεία Λειτουργία. Η εκκλησιά "απολούσε" κατά τις 7 το πρωί.
Εκείνη την ώρα άνοιγαν και οι πόρτες του Μοναστηριού. Τα παιδιά παίρναμε το αντίδωρο κι από μια λειτουργιά που μας έδιναν και τρέχαμε έξω στο αλώνι της Παναγίας να δούμε τα γίδια της Τσιούκας που έβγαιναν για βοσκή. Άμα έφταναν τα γίδια στ' αλώνι τους δίναμε λίγο λειτουργιά. Την έτρωγαν! Σιγά σιγά έφταναν στην Τσιούκα τα πρώτα λεωφορεία των προσκυνητών από μακρυά, Άρτα, Πρέβεζα, Αμφιλοχία κ.λ.
Πολύ όμορφες αναμνήσεις! Ο καθένας θα ευχόταν να του δινόταν άλλη μια φορά η ευκαιρία να τα ζήσει, όπως τότε...
Καλό "Οχτώμερο"!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου