Ιστολόγιο του Ιερού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Χαροκοπίου Ιωαννίνων

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

"Ο συγγραφεύς του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος 
της Υπεραγίας Θεοτόκου"



Απόσπασμα από την Πτυχιακή Εργασία
του τελειοφοίτου της Α.Ε.Α. Βελλάς
Αθανασίου Κωσταμπίτση 

 ... Για να θεωρηθεί η μελέτη αυτή όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη, εξ αρχής πρέπει να γίνει μνεία στο πρόσωπο του συγγραφέα. Στο σημείο όμως αυτό δεν θα αναφερθεί τυπικά ο ποιητής, καθώς και δύο λόγια απ’ τη ζωή του, όπως συνηθίζεται. Αυτό ίσως θα ήταν πολύ πιο εύκολο, αν δεν προέκυπτε πρόβλημα γύρο απ’ το πρόσωπο του υμνωδού.
   Ξεφυλλίζοντας όσα λειτουργικά βιβλία περιέχουν τον Μικρό Παρακλητικό κανόνα, διαβάζει κανείς στην αρχή του ότι είναι - ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχοῦ,  οἱ δε Θεοφάνους. Η ελλιπής αυτή πληροφορία δεν βοηθάει στην ακριβή εντόπιση του ποιητή.
   Με το όνομα ‘’Θεοφάνης,, εντοπίζουμε στην εκκλησιαστική γραμματολογία δύο συγγραφείς, Ο πρώτος κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας,  και ο άλλος πέντε αιώνες αργότερα, κατά την περίοδο των ησυχαστικών ερίδων. Εκτός από το ίδιο όνομα υπάρχουν και άλλα κοινά στοιχεία των δύο προσώπων. Ήταν αμφότεροι υμνογράφοι, με αξιόλογο ποιητικό έργο, και επιπλέον διετέλεσαν και οι δύο επίσκοποι Νικαίας. Τέλος ήταν πιστοί στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία αποδεχόμενοι τα δόγματα αυτής και πολέμησαν τους αιρετικούς αντιπάλους της.  
    Χρονολογικά, πρώτος αναφέρεται ο Θεοφάνης ο Γραπτός. Αδελφός του Αγίου Θεοδώρου του Γραπτού. Έζησαν στο πρώτο μισό του 9ου αιώνος. Αρχικά μόνασαν στη Μονή του Αγίου Σάββα και κατόπιν ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη, για να υπερασπιστούν τις ιερές εικόνες. Βασανίστηκαν και διώχθηκαν από τους εικονομάχους αυτοκράτορες Λέοντα Ε΄(813-820), Μιχαήλ Β΄ τον Τραυλό (820-829) και Θεόφιλο (829-842). Ονομάστηκαν Γραπτοί, όταν κατ’ εντολή του Θεοφίλου χάραξαν στα μέτωπά τους με πυρωμένο σίδερο, ως επιπλέον μαρτύριο, τους παρακάτω ιαμβικούς στίχους:
«Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες
Ἔστησαν εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης
Ὤφθησαν οὖτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης,
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπόν ἐξ ἀπιστίας
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν Πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι τὴν θέαν
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν».
Από την κακοπάθεια ο Θεόδωρος, που ήταν και μεγαλύτερος, ασθένησε και παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Θεό στις 27 Δεκεμβρίου του 838. Ο Θεοφάνης εξορίζεται στην Θεσσαλονίκη, από όπου και ανακαλείται εκ της εξορίας από τους ευσεβείς βασιλείς οσία Θεοδώρα την Αυγούστα και τον υιό της Μιχαήλ. Ύστερα χειροτονείται από τον Άγιο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο, Μητροπολίτης Νικαίας, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του[1].
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία στις 11 Οκτωβρίου, ενώ του όμαιμού του συναγωνιστή στις 27 Δεκεμβρίου. Συνέθεσε αξιόλογους κανόνας, διατηρουμένους εις τα τριώδια, τα μηναία και άλλα λειτουργικά βιβλία[2].         
 Ο Θεοφάνης επίσκοπος Νικαίας[3] είναι ο άλλος υμνογράφος με αυτό το όνομα. Μαθητής του Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου και φίλος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ του Καντακουζηνού. Υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Εμφανίζεται πρώτη φορά το 1366, ως μητροπολίτης Νικαίας. Έμενε στην Κωνσταντινούπολη, γιατί η Νίκαια ήταν υπό τουρκική κατοχή από το 1330. Μεταξύ των ετών 1367-1369 στάλθηκε από τον πατριάρχη Φιλόθεο στις Σέρρες, στον Ιωάννη Ούγκλεση, Δεσπότη της Σερβίας, προκειμένου να διαπραγματευθεί την επάνοδο της Σερβικής Εκκλησίας στους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τον Ιούνιο του 1380 χάνονται τα ίχνη του[4].      
   Ως ησυχαστής, έγραψε τέσσερις Λόγους κατά Λατίνων. Επιπλέον σώζονται τρεις επιστολές του προς Νικαείς, πέντε Λόγοι περί του Θαβωρίου Φωτός, είκοσι πέντε Κεφάλαια κατά Ιουδαίων, Επιστολή περί ουσίας και ενεργείας, και Λόγος εγκωμιαστικός στην Υπεραγία Θεοτόκο[5]. Διάφορα άλλα έργα αποδόθηκαν κακώς στον επίσκοπο Νικαίας, όπως τέσσερις κανόνες του Θεοφάνη του Γραπτού και δύο έργα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά[6].  
   Ο συγγραφέας του Μικρού Παρακλητικού κανόνος της Θεοτόκου δεν μπορεί να ταυτισθεί προς τίνα των γνωστών υμνογράφων[7] υπό το όνομα Θεοφάνης φερομένων[8]. Από την άλλη πλευρά οι ελπίδες για να αποδειχθεί ότι αποδίδεται ορθώς σε κάποιον Θεοστήρικτο Μοναχό είναι περισσότερο απογοητευτικές.
   Πολλοί ερευνητές υπέθεσαν για τον Θεοφάνη ότι ίσος πρόκειται για ένα άγνωστο πρόσωπο, το οποίο μετονομάστηκε δια του αγγελικού σχήματος Θεοστήρικτος Μοναχός[9].
      Μοναχός τις της Μονής Στουδίου καλούμενος Θεόκτιστος έχει αφήσει πλούσιο ποιητικό έργο, αφιερωμένο κυρίως στην Υπεραγία Θεοτόκο[10]. Χωρίς βεβαιότητα, μπορεί να ειπωθεί ότι με την αντιγραφή της παρακλήσεως ίσος να έγινε παραφθορά του ονόματος.
      Τέλος υπάρχει και το ενδεχόμενο να είναι ποίημα κάποιου μοναχού Θεοστηρίκτου της μεγάλης Μονής του Στουδίου ή άλλης πολυάριθμου Μονής της Βασιλευούσης ή άλλης μοναστικής πολιτείας, η οποία θα είχε σχέσεις και θα έκφραζε το πνεύμα της Κωνσταντινουπόλεως. Άλλωστε η υμνογραφική δραστηριότητα ήταν πολύ αγαπητή στους κόλπους των λογίων μοναχών. 
      Για να υποστηριχθεί μια απ’ τις παραπάνω απόψεις, πρέπει να προηγηθεί πολύ καλή παρατήρηση των τροπαρίων, του ρυθμού, του μέτρου, του ύφους, της γλώσσας, της θεολογίας και γενικότερα της όλης εικόνας του Μικρού Παρακλητικού κανόνος, και να συγκριθεί, σε όλους αυτούς τους τομείς, με όλα τα άλλα (μη αμφισβητούμενα) έργα των πιθανώς ποιητών του. Μια τόσο μεγάλη και δύσκολη μελέτη απαιτεί πολύ χρόνο και διαφεύγει των δυνατοτήτων της μικρής αυτής και περιορισμένης εργασίας...





[1]Λαγγή Ματθαίου, Επισκόπου Οινόης, Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος Ι΄, Αθήνα 1993,  σελ. 256-266.
[2] Χρήστου Κ. Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού, τ. Α΄, εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 357.
[3] Εντοπίζεται κάποια σύγχυση, καθώς αναφέρεται και έναν αιώνα νωρίτερα. Ίσως όμως είναι και συνωνυμία χωρίς να πρόκειται περί υμνογράφου. «Στη σύνοδο της Λυών (1274) απεστάλησαν ο πρώην πατριάρχης Γερμανός ο Γ΄, ο Νικαίας Θεοφάνης κ. α.». Φειδά Ι. Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄, Αθήναι 19982, σελ. 596.
[4] Τσάμη Γ. Δημητρίου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 241.
[5] Τσάμη Γ. Δημητρίου, Εκκλησιαστική, όπ. π., σελ. 242.
[6] Τσάμη Γ. Δημητρίου, Εκκλησιαστική, όπ. π., σελ. 242.
[7] Φουντούλη Ι., Λογική Λατρεία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 178.
[8] Τωμαδάκη Β. Ν., «Παρακλητικοί κανόνες», Θ.Η.Ε., τ. 10, στ. 38.
[9] Τωμαδάκη, Θ.Η.Ε., όπ. π.
[10] Πρβλ. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Θεοτοκάριον, έκδοσις βιβλιοπολείου ‘’το Άγιον Όρος’’, Αθήναι 2002, σελ. 102 & 110.

Δεν υπάρχουν σχόλια: