Ὁ ἅγιος Λάζαρος καταγόταν ἀπό τήν Βηθανία. Ἀρρώστησε βαρειά καί μέχρι νά πάη ὁ φίλος του ὁ Χριστός, ἀπό τήν πόλη στήν ὁποία βρισκόταν καί δίδασκε, στήν Βηθανία ἀπέθανε καί βρισκόταν τό σῶμα του στόν τάφο τέσσερις ἡμέρες. Ὁ Χριστός ὅταν πῆγε στήν Βηθανία συνάντησε τίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, τήν Μάρθα καί τήν Μαρία, καί ἀφοῦ τίς παρηγόρησε λέγοντάς τους ὅτι θά ἀναστηθῆ ὁ ἀδελφός τους, ζήτησε νά τόν ὁδηγήσουν στόν τάφο, ὁ ὁποῖος ἦταν μιά σπηλιά σφραγισμένη μέ βαρύ λίθο. Ὁ Χριστός ζήτησε νά μετακινήσουν τόν λίθο, παρά τίς ἀντιρρήσεις τῶν ἀδελφῶν τοῦ Λαζάρου καί τῶν παρισταμένων ὅτι ἀναδίδει δυσοσμία, ἀφοῦ βρίσκεται στόν τάφο τέσσερις ἡμέρες. Τότε, φώναξε τόν Λάζαρο μέ τό ὄνομά του καί τόν ἀνέστησε. Διέταξε νά τόν λύσουν, γιατί ἦταν δεμένος, καί νά τόν ἀφήσουν νά πάη στό σπίτι του. Ἀργότερα, παρακάθησε μαζί του σέ δεῖπνο, τό ὁποῖο παρέθεσαν οἱ ἀδελφές του, πρός τιμήν τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, λέγει ὅτι ὁ ἅγιος Λάζαρος ἦταν τότε 30 ἐτῶν καί ἔζησε μετά τήν ἀνάστασή του ἄλλα 30 ἔτη. Θέλοντας νά ἀποφύγη τό μίσος τῶν γραμματέων καί φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀφορμή νά τόν θανατώσουν, κατέφυγε στό Κίτιο τῆς Κύπρου (σημερινή Λάρνακα), τό 33 μ.Χ. Τόν συνάντησαν οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καί Βαρνάβας, ὅταν μετέβαιναν ἀπό τήν Σαλαμίνα στήν Πάφο, καί τόν χειροτόνησαν Ἐπίσκοπο Κιτίου. Δηλαδή, Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τήν ὁποία ἐκεῖνος (ὁ ἅγιος Λάζαρος) ἵδρυσε. Ἐποίμανε τό ποίμνιό του μέ ἀγάπη καί σοφία ἐπί 18 συναπτά ἔτη, μέχρι τήν κοίμησή του, τό 63 μ.Χ. Οἱ πιστοί τῆς Ἐπισκοπῆς του τοποθέτησαν τό σῶμα του σέ σαρκοφάγο ἀπό μάρμαρο, πάνω στήν ὁποία ἔγραψαν στήν ἑβραϊκή γλώσσα: «Λάζαρος ὁ τετραήμερος καί φίλος τοῦ Χριστοῦ». Πάνω ἀπό τόν τάφο του κτίσθηκε περικαλλής Ἱερός Ναός, ὁ ὁποῖος ἀνακαινίσθηκε τό 1750 μ.Χ. Ἡ ἀνακομιδή καί ἡ μετάθεση τοῦ τιμίου Λειψάνου τοῦ ἁγίου Λαζάρου ἀπό τήν Κύπρο στήν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τήν 17η Ὀκτωβρίου 890 μ.Χ., μέ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Στ΄ τοῦ Σοφοῦ, ὁ ὁποῖος συνέθεσε καί τά ἰδιόμελα τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ πρός τιμήν τοῦ ἁγίου.
Σύμφωνα μέ παράδοση, ἡ ὁποία διατηρεῖται ζωντανή μέχρι τίς ἡμέρες μας, ὁ ἅγιος Λάζαρος, ἐπειδή εἶδε τόν πόνο τῶν ψυχῶν στόν Ἅδη, μετά τήν ἀνάστασή του ποτέ δέν γέλασε, παρά μόνον μιά φορά ὅταν εἶδε κάποιον νά κλέβη ἕνα πήλινο σκεῦος. Τότε χαμογέλασε καί εἶπε: Τό «ἕνα χῶμα κλέβει τό ἄλλο χῶμα».
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά καταργήση τά ἔργα τοῦ διαβόλου, νά κατακρίνη τήν ἁμαρτία «ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ» καί νά νικήση τόν θάνατο. Ἔτσι, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τά πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του, ἐλύτρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου καί τοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα νά νικᾶ καί νά ὑπερβαίνη τόν θάνατο στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, καί νά βιώνη τήν αἰωνιότητα ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ἐπίσης, μέ τό νά ἀναστήση ὁ Χριστός τόν Λάζαρο «ἐκ τάφου τετραήμερον», ἔδειξε ὅτι ἐξουσιάζει τόν θάνατο, καθώς ἐπίσης καί ὅτι τά ὅσα λέγει καί διδάσκει τά ἐπαληθεύει στήν πράξη. Π.χ. ὁμιλεῖ γιά τήν κοινή ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του καί τήν ἐπαληθεύει μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον Χριστέ ὁ Θεός», καθώς ἐπίσης καί μέ τίς ἄλλες δύο νεκραναστάσεις τίς ὁποῖες ἔκανε, ἤτοι τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου καί τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν.
Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἔπαψε νά εἶναι φοβερός γιά τόν ἄνθρωπο καί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος φοβερός γιά τόν θάνατο, ἀφοῦ τώρα ὁ θάνατος ἐμπαίζεται καί ἀπό αὐτά ἀκόμη τά νήπια. Περιδιαβαίνοντας κανείς τούς αἱματοβαμμένους δρόμους τῶν μαρτυρολογίων συναντᾶ μικρά παιδιά, ὅπως ὁ ἅγιος Ταρσίζιος, νήπια στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας τους, ὅπως ὁ ἅγιος Κήρυκος, ἀλλά καί σεβάσμιους Γέροντες πάνω ἀπό ἑκατόν χρονῶν, ὅπως ὁ ἅγιος Χαράλαμπος (113 ἐτῶν), νά ὁμολογοῦν μέ θάρρος καί παρρησία τήν πίστη τους στόν Χριστό, καί νά βαδίζουν ἄφοβα πρός τό μαρτύριο σάν νά πρόκειται νά πᾶνε σέ πανηγύρι. Νά ὑπομένουν τά βασανιστήρια ἤρεμα, εἰρηνικά, μέ τήν προσευχή στήν καρδιά ὑπέρ τῶν διωκτῶν τους καί ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό καί ὁ θάνατος ἑνός ἁγίου εἶναι ἀφορμή ὄχι πένθους καί δακρύων, ἀλλά πανηγύρεως.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι οἱ πιστοί μέσα στήν Ἐκκλησία δέν κλαῖνε γιά τούς θανάτους τῶν ἁγίων, ὅπως γινόταν στήν Παλαιά Διαθήκη, πού οἱ θάνατοι τῶν ἁγίων ἐτιμῶντο μέ κοπετούς καί δάκρυα. «Ὁ Ἰωσήφ ἔκλαυσε πικρά τόν Ἰακώβ, ὅταν ἀπέθανεν. Οἱ Ἰουδαῖοι ἐθρήνησαν πολύ τόν θάνατο τοῦ Μωϋσέως καί μέ πολλά δάκρυα ἐτίμησαν καί τόν Σαμουήλ. Τώρα ὅμως κατά τούς θανάτους τῶν ἁγίων σκιρτῶμεν, διότι μετά τόν σταυρόν τοῦ Κυρίου ἡ φύσις τῶν λυπηρῶν πραγμάτων ἔχει μεταβληθῆ. Δέν συνοδεύομεν πλέον τούς θανάτους τῶν ἁγίων μέ θρήνους, ἀλλά μέ θείους χορούς χορεύομεν γύρω ἀπό τούς τάφους τους. Διότι ὁ θάνατος γιά τούς δικαίους εἶναι ὕπνος. Ἤ καλύτερα ταξίδι γιά καλύτερη ζωή».
Μετά τόν θάνατό τους οἱ ἄνθρωποι συναντοῦν τά ἀγαπημένα τους πρόσωπα, ἀρκεῖ νά ὁμοιάζουν ὡς πρός τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Λέγει γι’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος σέ παραμυθητική ἐπιστολή του πρός φίλο του, τοῦ ὁποίου τό παιδί ἀπέθανε πρόωρα. «Ὥστε γιά ὅλα ὀφείλουμε νά προσκυνοῦμε τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ... Δέν ἐστερήθημεν τοῦ παιδιοῦ, ἀλλά τό ἀπεδώσαμε στόν χορηγήσαντα· δέν ἀφανίστηκε ἡ ζωή του, ἀλλά μετεβλήθη πρός τό καλύτερο· δέν ἔκρυψε ἡ γῆ τόν ἀγαπητό μας, ἀλλά τόν ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός. Ἄς περιμένουμε λίγο καί θά συνευρεθοῦμε μέ τόν ποθούμενον... Μόνον, μακάρι νά ὁμοιάσουμε καί ἐμεῖς διά τῆς ἀρετῆς τήν καθαρότητα ἐκείνου, οὕτως ὥστε μέ τό ἄδολον τοῦ ἤθους νά ἐπιτύχουμε τῆς ἰδίας ἀναπαύσεως μέ τά ἐν Χριστῷ νήπια».
ΠΗΓΗ:http://www.parembasis.gr/index.php/menu-teyxos-212/353-2014-03-06
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου