Γράφει ο αιδεσιμότατος Ιερεύς
π. Δημήτριος Κ. Μπλέτσος
Εφημέριος Κορίτιανης Ιωαννίνων
Ο Μήτσιος Ιω. Μπλέτσος γεννήθηκε στο Λοζέτσι Ιωαννίνων, νυν Ελληνικό, το 1895 από τον Ιω'αννη και την Ευανθία το γένος Εξάρχου από την Αετορράχη Κατσανοχωρίων. Το επάγγελμά αυτού γεωργοκτηνοτρόφος και πλανόδιος μανάβης με το μουλάρι του. Διαδρομή: χωριό Φιλιππιάδα, πότε με πορτοκάλια και πότε με μανταρίνια.
Το γιδομάτρι το είχαν στη Βούγα, εκεί που είχαν όλοι οι Μπλετσαίοι τις στάνες. Τα υπόλοιπα χωράφια που καλλιεργούσαν ήταν σκόρπια, άλλο εδώ κι άλλο εκεί· κι έτσι αποφάσισε ο πατέρας του Γιάννης κι αγόρασε το κτήμα στη Βρανιά αό το Στεφανή το 1918 και γι' αυτό λέγεται και η τοποθεσία ακόμα σήμερα έτσι.
Άρχισε σιγά-σιγά να φκιάνει το πρώτο μαντρί για τα γελάδια, το δεύτερο για τα γίδια. Τα ζώα ναι, αλλά και η φύση μας κι αυτή είχε τη θέση της, κάθε δυο χρόνια κι από ένα παιδί! Μετά το Μήτσιο η Αικατερίνη, η Ελένη, η Μαρία, η σοφία και η Λαμπρινή, σύνολο έξι! Δύσκολα χρόνια, ακόμα ήμασταν σκλαβωμένοι στην Τουρκιά. Ώσπου ένα καλοκαίρι ήρθε ο μπάρμπας του Κώστας Εξάρχου, αδερφός της Ευανθίας (μάνας του). Αυτός είχε μαγαζί στην ελεύθερη τότε Αθήνα, να τον πάρει μαζί του εκεί, όπως κι έγινε. Ήταν τότε 10-11 χρόνων παιδάκι.
Αυτός περνώντας τα σύνορα στο Γεφύρι της Άρτας προς τα Γιάννενα έβγαλε άδεια. Φτάνοντας από το χωριό με τα πόδια στην Άρτα του λέει ο μπάρμπας του "εγώ θα πάω στο σκοπό να του δείξω τα χαρτιά κι εσύ θα περάσεις τρέχοντας, ας φωνάξει αυτός". Έτσι κι έγινε. Φώναξε, φώναξε ο Τούρκος στρατιώτης, αλλά ο Μήτσιος είχε περάσει και πηγαίνοντας κοντά του κι ο μπάρμπας του συνέχισαν με τα πόδια για το λιμάνι του Καρβασαρά, σημερινή Αμφιλοχία.
Μπήκαν στο καράβι και από 'κει στον Πειραιά. Από τον Πειραιά με τα πόδια στην Αθήνα. Εκεί τον έβαλε για δουλειά σε ένα μπακάλικο στο Παγκράτι, που τότε ήταν χωριό της Αθήνας, κατά τις διηγήσεις του Μήτσιο Μπλέτσου. Χώριζε τότε την Αθήνα με το Παγκράτι ένας τεράστιος λάκκος. Κι όταν τελείωνε τη δουλειά, άντε να περάσει το λάκκο για να πάει στο σπίτι του μπάρμπα για ύπνο· φόβος και τρόμος από το σκοτάδι!
Εκεί όμως δεν έκατσε πολύ, τον πήρε ο μπάρμπας του στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυπτο. Εκεί είχε μαγαζιά ραφτάδικα κι έτσι έγινε κι αυτός ένας καλός ράφτης. Και το εξάσκησε το επάγγελμα σε όλη του τη ζωή. Περάσανε κάμποσα χρόνια στην Αίγυπτο, δέκα περίπου, μάζεψε κάμποσα γρόσια και είπε "ας πάω στο χωριό μου να με γνωρίσουν και οι δικοί μου, από μικρός που έφυγα τώρα πλέον άντρας μεγάλος, ολόκληρο παληκάρι 20-21 χρονών, να χαρώ και την ελεύθερη πατρίδα μου!
Οδοιπορικό, Αίγυπτος (Αλεξάνδρεια), Πειραιάς, Πρέβεζα και με τα πόδια μετά στο χωριό. Οι άλλοι στο χωριό τότε με γρουνοτσάρουχα στα ποδάρια, ο Μήτσιος Λόρδος! κουστούμι και κλακ στο κεφάλι! Φτάνει ανοίγει την εξώπορτα του πατέρα του, μπαίνει μέσα, περνάει το χαγιάτι, βλέπει τη μάνα του... τον κοιτάει, την κοιτάει, μιλιά καθόλου, σε λίγο του λέει:"ποιος είστε, τί θέλετε;". "Δε με γνωρίζεις ρε μάνα, εγώ ο Μήτσιος είμαι". Πάρ' την κάτω, λιποθύμησε !
...................(η συνέχεια του κειμένου σε επόμενη ανάρτηση)
Μπήκαν στο καράβι και από 'κει στον Πειραιά. Από τον Πειραιά με τα πόδια στην Αθήνα. Εκεί τον έβαλε για δουλειά σε ένα μπακάλικο στο Παγκράτι, που τότε ήταν χωριό της Αθήνας, κατά τις διηγήσεις του Μήτσιο Μπλέτσου. Χώριζε τότε την Αθήνα με το Παγκράτι ένας τεράστιος λάκκος. Κι όταν τελείωνε τη δουλειά, άντε να περάσει το λάκκο για να πάει στο σπίτι του μπάρμπα για ύπνο· φόβος και τρόμος από το σκοτάδι!
Εκεί όμως δεν έκατσε πολύ, τον πήρε ο μπάρμπας του στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυπτο. Εκεί είχε μαγαζιά ραφτάδικα κι έτσι έγινε κι αυτός ένας καλός ράφτης. Και το εξάσκησε το επάγγελμα σε όλη του τη ζωή. Περάσανε κάμποσα χρόνια στην Αίγυπτο, δέκα περίπου, μάζεψε κάμποσα γρόσια και είπε "ας πάω στο χωριό μου να με γνωρίσουν και οι δικοί μου, από μικρός που έφυγα τώρα πλέον άντρας μεγάλος, ολόκληρο παληκάρι 20-21 χρονών, να χαρώ και την ελεύθερη πατρίδα μου!
Οδοιπορικό, Αίγυπτος (Αλεξάνδρεια), Πειραιάς, Πρέβεζα και με τα πόδια μετά στο χωριό. Οι άλλοι στο χωριό τότε με γρουνοτσάρουχα στα ποδάρια, ο Μήτσιος Λόρδος! κουστούμι και κλακ στο κεφάλι! Φτάνει ανοίγει την εξώπορτα του πατέρα του, μπαίνει μέσα, περνάει το χαγιάτι, βλέπει τη μάνα του... τον κοιτάει, την κοιτάει, μιλιά καθόλου, σε λίγο του λέει:"ποιος είστε, τί θέλετε;". "Δε με γνωρίζεις ρε μάνα, εγώ ο Μήτσιος είμαι". Πάρ' την κάτω, λιποθύμησε !
...................(η συνέχεια του κειμένου σε επόμενη ανάρτηση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου