Γράφει ο Βασίλειος Δ. Τσόδουλος
Συνταξιούχος Αυτοκινητιστής
Η μάνα μου είχε αρρωστήσει εδώ και κάμποσα χρόνια από αποκόλληση στο δεξί μάτι, νομίζω ήταν το 1963, και οι γιατροί στα Γιάννενα μας είπαν να την πάμε στην Αθήνα, γιατί εδώ τότε δεν μπορούσαν να την γιατρέψουν.
Πράγματι την πήγαμε στην Αθήνα στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Ύστερα από μερικές ημέρες θεραπείας που έκανε η μάνα μου έγινε καλά, πλην όμως, από την ακινησία πόως είπαν οι γιατροί έπαθε θρόμβωση των πνευμόνων· αποτέλεσμα ήταν η μάνα μου να διατρέξει άμεσο κίνδυνο θανάτου. Αφού πέρασαν 2-3 μέρες χωρίς να βελτιωθεί η κατάσταση έφτασε στο "αμήν"! Οι γιατροί είπαν τέλος πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα· ο πατέρας μου τα είχε χάσει. Βγήκε για λίγο από το νοσοκομείο να ξεθολώσει το μυαλό του και παράλληλα να ρωτήσει για γραφείο κηδειών.
Επάνω στην κατάσταση αυτή καταφθάνει μια κουμπάρα μας από τον Πειραιά, να επισκεφτεί τη μάνα μου γιατί είχε μάθει την άσχημη κατάσταση της. Πήγε να μπει μέσα στο θάλαμο της μάνας μου και δεν την άφησαν οι γιατροί... λέγοντας της "η γυναίκα πεθαίνει τί θες να δεις;" και απάντησε η κουμπάρα μας "μα εγώ γιατρέ μου δεν της κάνω τίποτα, μόνο να τη σταυρώσω λίγο στο μέτωπο με λαδάκι από τον Άγιο Νεκτάριο". Τίποτα αυτοί αμετακίνητοι στη θέση τους, λέγοντας ξανά "φύγε κυρία μου με τα κομπογιαννίτικα". Τότε ο μακαρίτης ο πατέρας μου είπε στους γιατρούς "αφήστε την κυρία να μπει είναι κουμπάρα μας, δεν της κάνει τίποτε μόνο το σταύρωμα". Την άφησαν τελικά να μπει μέσα, σταύρωσε τη μάνα μου κι έφυγε.
Ύστερα από λίγη ώρα η μάνα μου πήρε χρώμα κανονικό στο πρόσωπο και σιγά - σιγά σηκώθηκε με τη βοήθεια της νοσοκόμας, κάθισε στο κρεββάτι και ζήτησε να φάει λίγη σούπα. Αυτό ήταν! Ο πατέρας μου δεν πίστευε τα μάτια του, ήταν ολοφάνερο θαύμα... Μετά από λίγες ημέρες η μάνα μάς διηγήθηκε κάτι παράξενο "πήγα να περάσω μια μεγάλη πόρτα και δεν με άφηναν να μπω μέσα, λέγοντάς μου γύρνα στο σπίτι σου, δεν είσαι εσύ για 'δω".
Ευχαριστώ πολύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου