Γράφει ο Στέλιος Χ. Παράσχος
Τελειόφοιτος Α.Ε.Α. Βελλάς Ιωαννίνων
Πρόεδρος Φοιτητικού Συλλόγου Α.Ε.Α. Βελλάς
Πενήντα
ημέρες μετά την Κυριακή του Πάσχα η ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει την Πεντηκοστή.
Το συναξάρι της ημέρας μας υπενθυμίζει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, Κυριακῇ ὀγδόῃ ἀπό τοῦ
Πάσχα, τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν»[1].
Πριν
ο Χριστός αναληφθεί στους Ουρανούς έδωσε εντολή στους Μαθητές Του μετά την
Ανάληψή Του να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα και να παραμείνουν εκεί έως ότου
ενδυθούν με δύναμη από τον Ουρανό. Έτσι, λοιπόν, τους έδωσε την επαγγελία ότι
θα λάβουν το Άγιον Πνεύμα, για το οποίο μιλούσε κατά την διάρκεια της ζωής Του.
Ο
ιερός υμνογράφος αποκαλεί την Πεντηκοστή τελευταία εορτή από πλευράς αναπλάσεως
και ανακαινίσεως του ανθρώπου: «Τήν μεθέορτον πιστοί καί τελευταίαν ἑορτήν ἑορτάσωμεν
φαιδρῶς· αὓτη ἐστί Πεντηκοστή, ἐπαγγελίας συμπλήρωσις καί προθεσμία»[2].
Έτσι, εάν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η αρχή της ενσαρκώσεως του Λόγου
και της θείας Οικονομίας, η Πεντηκοστή είναι το τέλος, αφού τότε, δια του Αγίου
Πνεύματος, ο άνθρωπος γίνεται μέλος του αναστημένου Σώματος του Χριστού.
Η
κάθοδος του Αγίου Πνεύματος έγινε κατά την ημέρα της Κυριακής. Και στο σημείο
αυτό φαίνεται η αξία της Κυριακής, αφού κατ’ αυτήν έγιναν τα μεγάλα Δεσποτικά
γεγονότα.
Η
Χριστιανική Πεντηκοστή κατά την οποία εορτάζουμε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος
συμπίπτει με την Ιουδαϊκή Πεντηκοστή. Δηλαδή, κατά την ημέρα που οι Ιουδαίοι
εόρταζαν την Πεντηκοστή κατέβηκε το Άγιον Πνεύμα στους Αποστόλους και τους
κατέστησε μέλη του Αναστημένου Σώματος του Χριστού.
Η
Πεντηκοστή είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα εορτή των Ιουδαίων μετά το Πάσχα,
και εόρταζαν, κατά την παράδοση, την παραλαβή του νόμου του Θεού από τον Μωϋσή
στο όρος Σινά. Σαράντα ημέρες, δηλαδή, από την πρώτη εορτή του Πάσχα, ο Μωϋσής
ανέβηκε πάνω στο όρος Σινά και παρέλαβε τον νόμο του Θεού. Παράλληλα, όμως, η
Ιουδαϊκή Πεντηκοστή ήταν έκφραση ευχαριστίας των Ιουδαίων για την συγκομιδή των
καρπών. Επειδή συνέπιπτε με την περίοδο του θερισμού ονομαζόταν «θερισμού
εορτή»[3]
και οι Ιουδαίοι προσέφεραν στον Ναό τις απαρχές των καρπών. Η εορτή της
Πεντηκοστής, που εορταζόταν από τους Ιουδαίους πολύ λαμπρά, ονομαζόταν εορτή
εβδομάδων[4].
Η
σύντομη αναφορά στην Ιουδαϊκή Πεντηκοστή δείχνει ότι ήταν τύπος της Πεντηκοστής
της Καινής Διαθήκης. Εάν ο Μωϋσής παρέλαβε τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, την
ημέρα της Χριστιανικής Πεντηκοστής οι Μαθητές έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έτσι
βίωσαν τον νόμο της Καινής Διαθήκης, τον νόμο της θείας Χάριτος. Εάν στην Παλαιά
Διαθήκη ο άσαρκος Λόγος έδωσε τον νόμο επάνω στο Σινά, στην Καινή Διαθήκη ο
Αναστάς σεσαρκωμένος Λόγος έστειλε το Άγιον Πνεύμα στους Μαθητάς, που
βρίσκονταν στο υπερώο, και έγιναν μέλη του ενδόξου Σώματός Του. Εάν κατά την
Πεντηκοστή της Παλαιάς Διαθήκης προσφέρονταν οι απαρχές των καρπών από την
συγκομιδή, κατά την Πεντηκοστή της Καινής Διαθήκης προσφέρθηκαν οι απαρχές των
λογικών καρπών, από την συγκομιδή που έκανε ο Ίδιος ο Χριστός, δηλαδή
προσφέρθηκαν οι Απόστολοι στον Θεό[5].
Με
την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος εκπληρώθηκε η προφητεία του Προφήτου Ιερεμίου, «διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν
γράψω αὐτούς· καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν»[6]. Ο Απόστολος Παύλος καταράφει αυτήν την
προφητεία στην προς Εβραίους επιστολή του[7].
Η
εορτή της Πεντηκοστής είναι εορτή της Αγίας Τριάδος, αφού με την κάθοδο του
Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται ότι ο Θεός είναι Τριαδικός. Και προηγουμένως τόσο
στην Παλαιά Διαθήκη, σκιωδώς, όσο και στην διδασκαλία του Χριστού οι άνθρωποι
μάθαιναν το Τριαδικό του Θεού, αλλά απέκτησαν εμπειρική πείρα της τριαδικής
υποστάσεως του κατά την Πεντηκοστή.
Οι
άγιοι Πατέρες έζησαν αυτό το μυστήριο της Τριαδικότητας του Θεού, όσο ήταν
δυνατόν, κατά την αποκαλυπτική εμπειρία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει
λόγο για τρία φώτα τα οποία τον περιέλαμψαν κατά την αποκάλυψη που είχε.
Γράφει: «Οὐ φθάνω τό ἒν νοῆσαι, καί τοῖς τρισί περιλάμπομαι, οὐ φθάνω τά τρία
διελεῖν καί εἰς τό ἒν ἀναφέρομαι»[8].
.......................................................
Την
ημέρα της Πεντηκοστής ιδρύθηκε η Εκκλησία, από την άποψη ότι οι Απόστολοι
έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού. Έτσι, ενώ προηγουμένως είχαν μια κοινωνία
με τον Χριστό, τώρα με την δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος γίνονται
μέλη του Σώματος του Χριστού. Η Εκκλησία από πνευματική γίνεται σαρκική καθώς ο
Κύριος «ἐξέχεε πλουσίως το πνεῦμα το ἂγιον»[24]
για την συνέχιση και διαιώνιση του απολυτρωτικού Του έργου «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί
διά τῆς Ἐκκλησίας»[25].
Οι άγιοι, οι θεούμενοι, δεν έχουν σχέση και κοινωνία μόνο με τον άσαρκο Λόγο,
αλλά με τον σεσαρκωμένο Λόγο, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Η θεολογία ότι η Εκκλησία
είναι Σώμα Χριστού και οι άγιοι είναι τα μέλη του Σώματος του Χριστού
αναπτύσσεται από τον Απόστολο Παύλο στην Προς Κορινθίους Επιστολή[26].
Λέγεται, δηλαδή, ότι η Εκκλησία δεν είναι μια θρησκευτική οργάνωση, αλλά το
Σώμα του Χριστού. Επί πλέον λέγεται ότι οι διαιρέσεις των χαρισμάτων γίνονται
με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Για να καταλήξει ο Απόστολος Παύλος: «Ὑμεῖς
δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»[27].
Στην
διδασκαλία των αγίων Πατέρων φαίνονται δύο αλήθειες, που δείχνουν την κοινή
ενέργεια των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι Χριστιανοί είναι μέλη του Σώματος
του Χριστού[28],
αλλά ταυτόχρονα είναι και ναοί του Αγίου Πνεύματος[29].
Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
Ο
Ευαγγελιστής Λουκάς, που είναι και ο συγγραφεύς των Πράξεων των Αποστόλων, γράφει:
«καί ὣφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἓνα ἓκαστον
αὐτῶν, καί ἐπλήσθησαν ἃπαντες Πνεύματος Ἀγίου»[30].
Οι
γλώσσες με τις οποίες φανερώθηκε το Άγιον Πνεύμα ήταν πύρινες. Και αυτό έχει
μεγάλη σημασία. Δείχνει το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον
Υιό, αφού ο Θεός είναι «πῦρ καταναλίσκον»[31].
Με την εμφάνιση αυτή δείχνει ότι το Άγιον Πνεύμα έχει την ίδια φύση και
ενέργεια με τον Πατέρα και τον Υιό. Ακόμη, οι πύρινες γλώσσες δείχνουν και τον
διπλό τρόπο ενεργείας του κηρύγματος των Αποστόλων. Το πυρ φωτίζει και
φλογίζει. Το ίδιο και η κατά Χριστόν διδασκαλία φωτίζει αυτούς που υπακούουν
και κολάζει αυτούς που απειθούν. Βέβαια, αυτό το πυρ με το οποίο έκανε την
εμφάνισή του το Άγιον Πνεύμα δεν ήταν κτιστό, αλλά άκτιστο, γι’ αυτό ο ιερός
Ευαγγελιστής δεν είπε «γλώσσαι πυρός», αλλά «γλῶσσαι ὡσεί πυρός»[32].
Οι
πύρινες γλώσσες διαμερίσθηκαν στις κεφαλές των Αποστόλων. Και αυτό έχει την
δική του σημασία, γιατί θέλει να δείξει ότι μόνο ο Χριστός έχει ολόκληρη την
θεία δύναμη και ενέργεια, αφού Αυτός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα και το
Άγιον Πνεύμα. Η Χάρη που λαμβάνουν οι άγιοι δεν είναι η φύση, αλλά η ενέργεια
του Θεού, η οποία δίνει στον κάθε άνθρωπο διάφορα χαρίσματα. Κανείς άλλος δεν
έχει ολόκληρη την θεία Χάρη, παρά μόνον ο Χριστός, ο Οποίος έχει κατά σάρκα όλο
το πλήρωμα της θείας Χάριτος[33].
Το
ότι κάθισαν οι πύρινες αυτές γλώσσες στις κεφαλές των Αποστόλων φανερώνει την
δεσποτική αξία, αλλά και το ενιαίο του θείου Πνεύματος. Δεν πρόκειται για μια
κτιστή ενέργεια, αλλά για την άκτιστη ενέργεια του Θεού, γι’ αυτό και
παρουσιάζεται σαν να κάθεται, δείγμα βασιλικής δόξης. Ταυτοχρόνως, ενώ η Χάρη
και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος διαμερίζεται, παραμένει ενιαία. Πραγματικά, το
Άγιον Πνεύμα παρευρίσκεται και ενεργεί «ἀμερίστως μεριζόμενον καί ὀλοσχερῶς
μετεχόμενον, κατά τήν εἰκόνα τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος»[34].
Δηλαδή, ενώ όλοι δέχονται την ηλιακή ακτίνα, δέχονται συγχρόνως και την
ενέργεια του ηλίου, χωρίς να μερίζεται.
Ο
Χριστός, υποσχόμενος στους Μαθητές Του να αποστείλει το Άγιον Πνεύμα, τους
έδωσε σαφή εντολή: «ἡμεῖς δέ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἰερουσαλήμ ἓως οὗ ἐνδύσησθε
δύναμιν ἐξ ὓψους»[35].
Οι Μαθητές τήρησαν αυτήν την εντολή και παρέμειναν ομοθυμαδόν στο υπερώο της
Ιερουσαλήμ με ησυχία και προσευχή, αναμένοντας την έκχυση της δωρεάς του Αγίου
Πνεύματος. Γι’ αυτό, ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς επιβεβαιώνει: «καί ἧσαν διά
παντός ἐν τῷ ἰερῷ αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν»[36].
[1] Συναξάριον εορτής, Πεντηκοστάριον, εκδ. Α.Δ.Ε.Ε., σελ 205
[2] α΄ κάθισμα όρθρου εορτής, ο. π., σελ 203
[3] Εξ. Κγ΄16
[4] βλ. Εξ. λδ', 22, Λευιτ. κγ', 15,
16, 17, Αριθ. κη', 26, 31, Δευτ. ιστ', 9-10
[5] Μητροπολίτη Ιεροθέου, «Δεσποτικές εορτές», σελ 335-336
[6] Ιερεμ. λη΄33
[7] Εβρ. η', 10, «διδούς νόμους μου εἰς τήν
διάνοιαν αὐτῶν, καί ἐπί καρδίας αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς, καί ἒσομαι αὐτοῖς εἰς
Θεόν, καί αὐτοί ἒσονταί μοι εἰς λαόν»
........................................................................................
[25] Ιωαν. Καρμίρη, «Ὁρθόδοξος Ἐκκλησιολογία», Ἀθῆναι, 1973, σελ 98-99
[26] Α' Κορ. ιβ', 1-31
[27] Α' Κορ. ιβ', 27
[28] Α' Κορ. ιβ', 27
[29] Α' Κορ. στ', 19
[30] Πράξ. β', 3-4
[31] Γρηγ. Παλαμά, «Ὁμιλία ΚΔ΄, Εἰς τήν κατά τήν Πεντηκοστήν
τελεσθεῖσαν φανέρωσιν καί διανομήν τοῦ θεῖου Πνεύματος· ἐν ᾗ καί περί
μετανοίας», PG
151, 312
[32] Πράξ. β', 3-4
[33]
Μητροπολίτη Ιεροθέου, «Δεσποτικές
εορτές», σελ 352
[34] Γρηγ. Παλαμά, «Ὁμιλία ΚΔ΄, Εἰς τήν κατά τήν Πεντηκοστήν τελεσθεῖσαν
φανέρωσιν καί διανομήν τοῦ θεῖου Πνεύματος· ἐν ᾗ καί περί μετανοίας», PG 151, 313
[35] Λουκ. κδ', 49
[36] Λουκ. κδ', 53
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου